- κρηνήϊος
- κρην-ήϊος, ον,A = κρηναῖος, metaph., of the source of things, ἀρχή Orac. ap. Dam.Pr.344.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρηνήιος — κρηνήϊος, ον (Α) κρηναίος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. ήϊος (πρβλ. ποταμ ήιος, ποιμν ήιος)] … Dictionary of Greek
κρηνήιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek